σενσουαλισμός

σενσουαλισμός
ο филос, сенсуализм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σενσουαλισμός" в других словарях:

  • σενσουαλισμός — ο, Ν (φιλοσ.) αισθησιοκρατία, φιλοσοφική θεωρία τού Γάλλου διανοητή Κοντιγιάκ, σύμφωνα με την οποία όλες οι γνώσεις τού ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο από προϊόν τών αισθήσεών του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sensualisme… …   Dictionary of Greek

  • σενσουαλιστής — ο, θηλ. σενσουαλίστρια, Ν οπαδός τού σενσουαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sensualiste (βλ. λ. σενσουαλισμός)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»